- κατατάσεων
- κατατάσεω̆ν , κατάτασιςstretchingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερθυμία — η, Ν ιατρ. υπερβολική ψυχοκινητική δραστηριότητα στο πλαίσιο συνήθως υπομανιακών κατατάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperthymie (< υπερ * + θυμός)] … Dictionary of Greek